κουλτουριάρης

κουλτουριάρης
ο
θηλ. αυτός που έχει κουλτούρα. Λέγεται συνήθως ειρωνικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουλτουριάρης — α, ικο [κουλτούρα] (ειρωνικά) αυτός που παριστάνει τον διανοούμενο, που επιδεικνύει εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά θέματα …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • κουλτουριάρικος — η, ο [κουλτουριάρης] ειρων. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κουλτούρα ή στον κουλτουριάρη, διανοουμενίστικος. επίρρ... κουλτουριάρικα με κουλτουριάρικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σοφιστικέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) (ξεν. τ.) 1. επιτηδευμένος, εξεζητημένος 2. μυστηριώδης («σοφιστικέ ύφος») 3. (για συσκευή ή μηχάνημα) πολύπλοκος 4. (για πρόσ.) (με ειρων. σημ.) διανοούμενος, κουλτουριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”